Η τεχνική του Martin Amis δεν είναι εντελώς νέα· η αφήγηση από το παρόν προς το παρελθόν χρησιμοποιείται σε αρκετά κινηματογραφικά και λογοτεχνικά έργα, εντούτοις αυτό είναι το μόνο, τουλάχιστον από όσα έχω έρθει σε επαφή, έργο που μετέρχεται την ανάποδη χρονολογία ακόμη και στους διαλόγους, ωθώντας τον αναγνώστη να διαβάζει προς τα πίσω. Η πραγματική πρόκληση είναι βέβαια στο να θυμόμαστε πως όχι μόνο τα λόγια μα και οι πράξεις είναι αντεστραμμένες, με τους ανθρώπους να γίνονται δυνατότεροι και νεότεροι κατά την εξέλιξη της ιστορίας, με τη σκληρότητα να μετατρέπεται σε αγάπη, με το θάνατο να μετατρέπεται σε ζωή.Time is heading on toward something. It pours past unpreventably, like the reflection on a windshield as the car speeds through city or forest.
Με την ανάληψη των λογοτεχνικών καθηκόντων του ο συγγραφέας οφείλει, σύμφωνα με τον Baldwin, να προσμετρήσει τους παραπάνω παράγοντες στο έργο του, να είναι living proof of his inheritance και να διεκδικήσει το birthright του ως μαύρος. Στην εισαγωγή της έκδοσης του 1984 υπογραμμίζει πωςIt is difficult to make clear that he is not seeking to forfeit his birthright as a black man, but that, on the contrary, it is precisely this birthright which he is struggling to recignize and make articulate.
Η γραφή του, ως εκ τούτου, αντανακλά με συνέπεια το αίσθημα της εσωτερικής διαμάχης ενός ανθρώπου που γεννήθηκε στους κόλπους της μαύρης κοινότητας, μιας συντηρητικής, αδέκαστης και ξένης προς τη φροντίδα κοινωνίας, όντας ταυτόχρονα μέρος ενός μεγαλύτερου κόσμου που τον περιθωριοποιεί εν γένει, απορρίπτει τον ψυχισμό του και βασίζει τις αντιδράσεις πάνω στο χρώμα δέρματος του κάθε ανθρώπου.The conundrum of color is the inheritance of every American, be he/she legally or actually Black or White.
Στο εισαγωγικό κείμενο της συλλογής ο Baldwin ασχολείται και διερευνά το ζήτημα του συγγραφέα, με την αναγκαιότητα να γράφει την αλήθεια για τον κόσμο στον οποίο ζει κι από τον οποίο αφορμάται, να πηγαίνει στην πηγή του προβλήματος, πέρα από την επιφάνεια, και να εξετάζει τις συμπεριφορές, με τη δυσκολία του να είναι μαύρος συγγραφέας όταν το Negro problem δεν αντιμετωπίζεται όπως κατά τη γνώμη του πρέπει.It is part of the price the Negro pays for his position in this society that, as Richard Wright points out, he is almost always acting. A Negro learns to gauge precisely what reaction the alien person facing him desires, and he produces it with disarming artlessness.
Εντούτοις ο Baldwin διακατέχεται από αξιοσημείωτη και μύχια ανθρωπιά, δεν προβαίνει σε συναισθηματικές υστερίες, ωθεί τον εαυτό του να βρίσκεται στον αντίποδα της πικρίας ως προς τους λευκούς, πικρία που όπως ισχυρίζεται ήταν ο καταλύτης του θανάτου του πατέρα του. Δε διστάζει να κρίνει γνωστά και αγαπημένα έργα ως προβληματικά, μεταξύ άλλων το [b:Uncle Tom's Cabin|46787|Uncle Tom's Cabin|Harriet Beecher Stowe|https://images.gr-assets.com/books/1414349231s/46787.jpg|2478635], για τον υπερβολικό συναισθηματισμό, για την ανειλικρίνεια της απεικόνισης του μαύρου, λέγοντας:In the context of the Negro problem neither the whites nor blacks, for excellent reasons of their own, have the fainstest desire to look back; but I think the past is all that makes the present coherent, and further, that the past will remain horrible for exactly as long as we refuse to assess it honestly.
Ο Baldwin είναι άνθρωπος της λογοτεχνίας, του λόγου, κατανοεί τη σημασία του να δίνεται και στους λευκούς χαρακτήρες των έργων υπόσταση πλήρως ανεπτυγμένου όντος, υποστηρίζοντας με θέρμη πωςI am not one of the people who believe that oppression imbues a people with wisdom or insight or sweet charity, though the survival of the Negro in this country would simply not have been possible if this bitterness had been all he felt.
You do not have to fully humanize your black characters by dehumanizing the white ones.
Το στοιχείο ωστόσο που διαπερνά το κείμενο είναι μάλλον το αισιόδοξο βλέμμα του Baldwin, ακόμη κι όταν εκείνο που περιγράφει είναι η αθλιότητα του να είναι κάποιος μαύρος στην Αμερική. Χρησιμοποιώντας τα λόγια του ανθρώπου που πάνω απ' όλα ήθελε να είναι ειλικρινής άνθρωπος και καλός συγγραφέας:The American commonwealth chooses to ovelook what Negroes are never able to forget: they are not really considered a plan of it. Like Aziz in [b:A Passage to India|45195|A Passage to India|E.M. Forster|https://images.gr-assets.com/books/1421883612s/45195.jpg|4574850] or Topsy in [b:Uncle Tom's Cabin|46787|Uncle Tom's Cabin|Harriet Beecher Stowe|https://images.gr-assets.com/books/1414349231s/46787.jpg|2478635], they know that white people, whatever their love for justice, have no love for them. This is the crux of the matter.
This is the only real concern of the artist, to recreate out of the disorder of life that order which is art.
When it comes to subject matter, all diarists are different. I was never one to write about feelings, in part because they weren't that interesting (even to me) but mainly because they were so likely to change.
It was his identity, and part, therefore, of that wickedness for which his father beat him and to which he clung in order to withstand his father. His father’s arm, rising and falling, might make him cry, and that voice might cause him to tremble; yet his father could never be entirely the victor, for John cherished something that his father could not reach. It was his hatred and his intelligence that he cherished, the one feeding the other. He lived for the days when his father would be dying and he, John, would curse him on his deathbed. And this was why, though he had been born in the faith and had been surrounded all his life by the saints and by their prayers and their rejoicing, and though the tabernacle in which they worshipped was more completely real to him than the several precarious homes in which he and his family had lived, John’s heart was hardened against the Lord. His father was God’s minister, the ambassador of the King of Heaven, and John could not bow before the throne of grace without first kneeling to his father. On his refusal to do so this had his life depended, and John’s secret heart had flourished in its wickedness until the day his sin first overtook him.
Mountain is the book I had to write if I was ever going to write anything else. I had to deal with what hurt me most. I had to deal, above all, with my father.
Όντας μανιώδης καταγραφέας της καθημερινότητάς μου, όσο ευχάριστη ή δυσάρεστη κι αν τυχαίνει να είναι, όντας εμμονική στην αποτύπωση στο ημερολόγιο των μικρών και μεγάλων συμβάντων και της πρόσληψής τους, το συγκεκριμένο κείμενο ήταν απολύτως ταιριαστό με την ιδιοσυγκρασία μου. Η Manguso εκφράζει τους συλλογισμούς της για την τέχνη του να κρατάς ημερολόγιο, την ανάγκη να διατηρήσεις αναλλοίωτες, έστω στο χαρτί, ορισμένες αναμνήσεις, να αποδώσεις με τη γλώσσα τα όσα αποτελούν άυλους παράγοντες της ζωής, τη μνήμη στην καθαρότερη μορφή της.Someday I might read about some of the moments I've forgotten, moments I've allowed myself to forget, that my brain was designed to forget, that I'll be glad to have forgotten and be glad to rediscover as writing. The experience is no longer experience. It is writing. I am still writing.
Παράλληλα η συγγραφέας διερευνά τις έννοιες της μητρότητας, με τη γέννηση του γιου της να είναι σταθμός στην ημερολογιακή ζωή της, και της θνητότητας, άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μνήμη, προβληματίζεται με τη φθορά των αναμνήσεων στο χρόνο και τη μετατροπή τους σε περιληπτικά highlights αλλά και με τη σκέψη της συνέχειας.I didn't want to lose anything. That was my main problem. I couldn't face the end of a day without a record of everything that had ever happened.
Στον επίλογο η Manguso σχολιάζει με ειλικρίνεια την επιλογή της να μην παραθέσει αποσπάσματα ημερολογιακών της καταγραφών, γράφονταςSoon after his mother died, my husband's dead father's best friend's ex-wife died. The best friend is the only one left. My husband said the man's name.That leaves him, my husband said. That leaves him, of the people who have known me since I was born. And then my childhood will be truly gone.
I was afraid that if I read the diary, I'd have to change what I'd written about it from memory. And producing even those few thousand words had been so arduous, I couldn't bear the thought of having to rewrite them. But I was even more afraid of facing the artifact of the person I was in 1992 and 1997 and 2003 and so on. Time punishes us by taking everything, but it also saves us - by taking everything.
Στην ποιητική συλλογή του Baldwin, του αγαπημένου γιου του Harlem, εναρμονίζεται η προσωπική κι ανελέητη επίθεση στην υπεροχή των λευκών κι η σαφής αντίληψη της περιρρέουσας ατμόσφαιρας και της αμερικανικής ιστορίας. Όπως και στο μυθιστορηματικό του έργο έτσι και στην ποιητική του παραγωγή εκφέρεται η περήφανη εμπιστοσύνη του στην κοσμοθεωρία του, το ιδιωτικά και δημόσια εριστικό του κοινωνικό σχόλιο με ασίγαστο σθένος, με πρωτοπρόσωπη γραφή, με κουβεντιαστό λόγο και ξεκινώντας πάντοτε από τον παράγοντα της αγάπης. Η σεξουαλικότητα, ειδικότερα, αποτελεί ένα θεμελιώδες συστατικό της ζωής και της τέχνης του, ένα στοιχείο που τον απομονώνει από την πουριτανή κοινωνία της οποίας αποτελεί μέρος, μια μαρτυρία που επιλέγει και απαιτεί να καταγράψει γυμνή, όπως τη βιώνει, στον κορμό του έργου του.Well. Niggers don't own nothing,
got no flag, even our names
are hand-me-downs
and you don't change that
by calling yourself X:
sometimes that just makes it worse,
like obliterating the path that leads back
to whence you came, and
to where you can begin.
And, anyway, none of this changes the reality,
which is, for example, that I do not want my son
to die in Guantanamo,
or anywhere else, for that matter,
serving the Stars and Stripes.
The darkest hour
is just before dawn,
and that, I see,
which does not guarantee
power to draw the next breath,
nor abolish the suspicion
that the brightest hour
we will ever see
occurs just before we cease to be.
History is weary
of her unspeakable liaison with Time,
for Time and History
have never seen eye to eye:
Time laughs at History
and time and time and time again
Time traps History in a lie.
But we always, somehow, managed
to roar History back onstage
to take another bow,
to justify, to sanctify
the journey until now.
I wonder, more and more, about what we call memory. The burden - the role - of memory is to clarify the event, to make it useful, even, to make it bearable. But memory is, also, what the imagination makes, or has made, of the event, and, the more dreadful the event, the more likely it is that the memory will distort, or efface it. It is, thus, perfectly possible - indeed, it is common - to act on the genuine results of the event, at the same time that the memory manufactures quite another one, an event totally unrelated to the visible and uncontrollable effects in one's life. This may be why we appear to learn absolutely nothing from experience, or may, in other words, account for our incoherence: memory does not require that we reconstitute the event, but that we justify it.
There is a truth in the theater and there is a truth in life - they meet, but they are not the same, for life, God help us, is the truth. And those disguises which an artist wears are his means, not of fleeing from the truth, but of attempting to approach it.
Πρόκειται για ένα επικό Νεοϋορκέζικο μυθιστόρημα με υπεραφθονία θεμάτων (η αγάπη, η τιμή της αγάπης, η αυτοχειρία, οι φυλετικές και σεξουαλικές διακρίσεις της δεκαετίας του '50-'60) και χωρίς ιδιαίτερα καίρια πλοκή, με σχόλια πάνω στη φυλή, τη σεξουαλικότητα, το φύλο, ικανά να πλουτίσουν ακόμη και την πιο επίπεδη εξέλιξη της διήγησης. Δεν είναι ειρωνική αλλά ούτε και τυχαία η αναφορά στον Dostoevsky δύο φορές μέσα στο βιβλίο, αφού το έργο, όσο ανάρμοστη κι αν μοιάζει η σύγκριση, αρκετές φορές διαβάζεται σαν να έχει προκύψει από την πένα του Ρώσου συγγραφέα. Μέσα από το ποτό, τη μοιχεία, τις σεξουαλικές ανασφάλειες, τις νυχτερινές περιπλανήσεις, τις σχέσεις με τηλεοπτικούς παραγωγούς για χάρη της ανάδειξης του όποιου ταλέντου, ο Baldwin κεντράρει το φακό του κατεξοχήν στο ρατσισμό και τη διάκριση και καθιστά πρόδηλο ότι ανεξάρτητα από τη φυλή, το φύλο, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την κοινωνική επιφάνεια, όλοι αγαπούν, μισούν κι υποφέρουν με τον ίδιο τρόπο.[...]not unless you're willing to ask yourself how you'd have made it, if they dumped on you what they dumped on Rufus. And you can't ask yourself that question because there's no way in the world for you to know what Rufus went through, not in this world, not as long as you're white.
We have gone on - aged, and in some cases (like my own) waists have thickened a bit - but the images have not changed. In the photos we are stopped in our tracks, usually in a scene from a past film, caught for all time smiling or swooning, gazing or considering.
Shukhov gazed at the ceiling in silence. Now he didn’t know either whether he wanted freedom or not. At first he’d longed for it. Every night he’d counted the days of his stretch – how many had passed, how many were coming. And then he’d grown bored with counting. And then it became clear that men like him wouldn’t ever be allowed to return home, that they’d be exiled. And whether his life would be any better there than here – who could tell?
Με την εμφάνιση του έργου του Solzhenitsyn στο λογοτεχνικό περιοδικό Novy Μir, ο Ivan Denisovich Shukhov αναγνωρίστηκε, όπως είναι φανερό, γρήγορα σε ολόκληρη τη χώρα ως ένα σύμβολο για την ταλαιπωρία που υπέστη ο ρωσικός λαός από τη σταλινική εξουσία, αγγίζοντας τις χορδές της ενοχής και της απελπισίας κι αναγκάζοντας τον Ρώσο αναγνώστη να θυμηθεί τα όσα περιβάλλουν το παρελθόν, τις ημέρες του Stalin, και να στραφεί θαρραλέα κι ειλικρινώς στην κατανόηση των συνεπειών του. Ένα κείμενο για τη μαύρη σελίδα της εποχής του Stalin δεν έχει μόνο μια τόσο βαθιά επίδραση στον ρωσικό λαό, εξυπηρετεί συνάμα πολιτικές σκοπιμότητες – αλλά γι’ αυτό θα μιλήσω στη συνέχεια.In one arm, my baby is dying, and with my free hand, I’m holding Solzhenitsyn. Books replaced life for us. They were our whole world.
Ο αναγνώστης, εντούτοις, δεν θα βρει στην ιστορία του Solzhenitsyn μια περιεκτική απεικόνιση αυτής της ιστορικής περιόδου, η οποία σημαδεύτηκε ιδιαίτερα από την πικρή μνήμη του 1937, ούτε υπάρχει σκόπιμη συγκέντρωση φοβερών γεγονότων σκληρότητας κι αυθαιρεσίας ως επίπτωση για την παραβίαση της σοβιετικής νομιμότητας. Ο συγγραφέας επέλεξε συνήθεις μέρες της ζωής στο στρατόπεδο, από το πρωινό εγερτήριο έως την βραδινή ξεκούραση, για να οδηγήσει τον αναγνώστη στο απλό διδακτικό συμπέρασμα της ανθρωπιάς και της πίστης στην αλήθεια της ζωής. Πρόκειται για μια ζοφερή ιστορία γεμάτη αξιοπρέπεια, παρόλη την πικρία και την απελπισία που διακατέχει το κείμενο στην ουσιαστική δομή του.The thoughts of a prisoner – they’re not free either. They kept returning to the same things. A single idea keeps stirring. Would they feel that piece of bread in the mattress? Would he have any luck at the dispensary that evening? Would they put Buinovsky in the cells?
Το μυθιστόρημα μολονότι αντλεί από τις εμπειρίες του ίδιου του Solzhenitsyn δεν είναι αυστηρά αυτοβιογραφικό, ακολουθεί τη συμβατική μορφή και το ύφος της ρωσικής παράδοσης του 19ου αιώνα, του μυθιστορήματος κοινωνικής διαμαρτυρίας με κύριο θέμα την ιστορία μικρών ανθρώπων που παγιδεύονται ακούσια ή εκούσια σε ανελέητους πολιτικούς μηχανισμούς και ταυτόχρονα ανυψώνονται παρά τις σωματικές κι ηθικές δοκιμασίες, παρά τις ειδικές κι ακραίες συνθήκες. Αναμφισβήτητα υπήρχε κι άλλη διάσταση στην ιστορία της καταναγκαστικής εργασίας πέρα από τη μοιρολατρική σχεδόν αποδοχή της. Αντίθετα με τον Ivan και σύμφωνα με αρκετές μαρτυρίες, απόπειρες πραγματοποίησης εξέγερσης ήταν συχνές, λόγω της υπερηφάνειας των κρατουμένων και της άρνησης να περάσουν ακόμη μια μέρα χωρίς να ζουν. Ο Solzhenitsyn όμως δεν γράφει τίποτα γι' αυτούς, ίσως επειδή θεώρησε ότι δεν είχαν σχέση με την ιστορία του για τον πόνο του τυπικού Ρώσου χωρικού.During his years in prisons and camps he’d lost the habit of planning for the next day, for a year ahead, for supporting his family. The authorities did his thinking for him about everything – it was somehow easier that way. He still had another two winters, another two summers to serve.
Η γλώσσα είναι άμεση, λιτή κι όμως καίρια, θυμίζοντας τον Dostoevsky και [b:Το υπόγειο|6612719|Το υπόγειο|Fyodor Dostoyevsky|https://images.gr-assets.com/books/1247487205s/6612719.jpg|50717723], ο οποίος κατόρθωσε να μεταφέρει μια μοναδική εντύπωση της Ρωσίας του 19ου αιώνα. Χρησιμοποιώντας αυτή την ίδια αποτελεσματική λογοτεχνική συσκευή, βλέποντας και κατανοώντας τον κόσμο μέσα από τα μάτια του κεντρικού χαρακτήρα, ο συγγραφέας παρουσιάζει μια άθικτη κι έντονα δυσάρεστη εικόνα της ζωής σε ένα ρωσικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ταυτόχρονα, το έργο συνομιλεί, έστω κι ανεπαίσθητα, με το [b:Λοιμό|17342283|Λοιμός|Andreas Franghias|https://images.gr-assets.com/books/1360371246s/17342283.jpg|24079461] του Ανδρέα Φραγκιά, με τον επίμονο, και φυσιολογικό, περιορισμό του τόπου δράσης και του ορίζοντα των χαρακτήρων, με την απουσία παρέμβασης του συγγραφέα στα τεκταινόμενα, με την εμμονή στη σκέψη της επόμενης μέρας, στη σκέψη της επιβίωσης (Η αλήθεια είναι ότι όλα του είναι αδιάφορα, και τα πιο σπουδαία ξεχνιούνται το άλλο πρωί. Δεν υπάρχει χρόνος, ούτε ο πόνος και η αγωνία για τα περιστατικά που έζησες[…]).Every nerve in his body was taut, all his longing was concentrated in that cigarette butt – which meant more to him now, it seemed, than freedom itself […]
Το κείμενο βέβαια δημοσιεύεται το 1962 όχι μόνο για τη λογοτεχνική του αξία αλλά επειδή ταίριαζε στην πολιτική ρητορική του Khrushchev. Το προφανές μήνυμα του – ο καταστροφικός αντίκτυπος του σταλινισμού στο ρωσικό πληθυσμό – βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με το σχέδιο της συνεχιζόμενης επίθεσης του Khrushchev κατά της κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους του Stalin. Το ίδιο το έργο του Solzhenitsyn ωστόσο κατορθώνει να εξανθρωπίσει τις επιθέσεις του Khrushchev και την κριτική του στις σταλινικές παραβιάσεις της σοσιαλιστικής νομιμότητας κάνοντας τις τελευταίες πιο κατανοητές στο μέσο Ρώσο και ταυτόχρονα περιβάλλει τον αναγνώστη με τη μάταιη ατμόσφαιρα της ζωής του στρατοπέδου προβάλλοντας το ύψιστο αγαθό της διαρκούς υπομονής και αποδοχής τόσο των καλών όσο και των κακών καταστάσεων.Yet there were times when you thought about it and you almost choked with excitement. Yes, your term really is coming to an end; the spool is unwinding. Good God! To step out to freedom, just walk out on your own two feet.
Δεν είναι ένα ιστορικό, λοιπόν, τεκμήριο, με την έννοια πως δεν είναι απομνημονεύματα κάποιου κρατουμένου, ούτε σημειώσεις ή αναμνήσεις των προσωπικών εμπειριών του συγγραφέα. Είναι μια οριστικά μυθιστορηματική ιστορία, ένα έργο τέχνης που προϋποθέτει καλλιτεχνική ερμηνεία του υλικού το οποίο αντλείται από τη ζωή της συγκεκριμένης περιόδου της ιστορίας.If you show your pride too much, he said, you’re lost. There was truth in that. Better to growl and submit. If you were stubborn they broke you.
And only in that inertness lay the chance of surviving the twenty-five years of imprisonment he’d been sentenced to.
Μια πραγματεία για τον έρωτα, μια μαρτυρία για την αίγλη μιας εποχής και μιας κοινωνίας που σύντομα θα καταστρεφόταν, μια ακόμη προσπάθεια υπεράσπισης του Σωκράτη, με το εγκώμιο του Αλκιβιάδη προς το τέλος του έργου, ή όλα αυτά μαζί; Ο Πλάτων τοποθετεί στο κέντρο του διαλόγου το ζήτημα της ερωτικής επιθυμίας με κομβικό στοιχείο την εξύμνηση της θέσης του έρωτα στην ανθρώπινη ζωή, ενός έρωτα καθημαγμένου από τα ενοχικά συμπλέγματα σεξουαλικότητας που ταλανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο.Ούτε παλι θα του φανερωθεί το ωραίο σαν πρόσωπο ή χέρια ή κανένα άλλο σωματικό χαρακτηριστικό, ούτε σαν λόγος ή σαν γνώση, ούτε σα να υπάρχει σε κάτι άλλο, όπως σε μία ζωντανή ύπαρξη είτε στη γη είτε στον ουρανό είτε κάπου αλλού, αλλά σαν κάτι που υπάρχει μόνο του με τον εαυτό του, με ενιαία μορφή, αιώνιο, και όλα τα άλλα ωραία μετέχουν εκείνου κατά τέτοιον τρόπο, ώστε όταν γεννιούνται τα άλλα και χάνονται, εκείνο ούτε να αυξάνεται ούτε να ελαττώνεται καθόλου, ούτε να παθαίνει τίποτα.
Η ζωή είναι ένα πανάκριβο εστιατόριο. Κι ο θάνατος, ο λογαριασμός για το φαγητό που δεν είχες καν την ευκαιρία να φας. Γιατί να μην πας να παραγγείλεις το πιο ακριβό πιάτο στο μενού λοιπόν;