Ο Σκαρίμπας ουδέποτε είχε άμεση σχέση με την ελίτ των συγγραφέων της εποχής του, ζούσε στο περιθώριο, γεωγραφικό και μη, αποκλεισμένος από τις πνευματικές ζυμώσεις της πρωτεύουσας. Υπό αυτό το πρίσμα καινοτομεί ελεύθερα και σε αυτό το έργο του, παρωδεί και καυτηριάζει όχι μόνο τους συγγραφείς, τις κοινοτυπίες και τις συνήθειες της συγγραφικής διαδικασίας, αλλά και τους κριτικούς, που ενίοτε
χαντακώνουν έργα και δημιουργούς.
Η πλοκή καταργείται και η συνειρμική γραφή κυριαρχεί· κεντρικός άξονας είναι ο πρωταγωνιστής Αντώνης Σουρούπης, unreliable και με αμφιλεγόμενο λογικό, ζει καταστάσεις που όλο και πιο πολύ κατά τη διάρκεια του έργου μετεωρίζονται μεταξύ πραγματικότητας και παραφροσύνης, καταστάσεις και θεματικά μοτίβα που ανατρέπονται και τελικά μένουν ανολοκλήρωτα. Η μελαγχολία και ο υπερρεαλισμός, παρόλο που ο τελευταίος δέχεται κριτική στην αρχή του κειμένου, υιοθετούνται στο μεγαλύτερο μέρος του έργου, ενώ παρά την επίμονη αναφορά της Χαλκίδας ως τόπου δράσης ο χώρος μοιάζει ουτοπικός και ασαφής. Η ατμόσφαιρα από ανάλαφρη κι ειρωνική γίνεται γκροτέσκα προς το τέλος του
μυθιστορήματος, παράλληλα με τη χρονική διάσταση που καθ' όλη τη διάρκεια της πλοκής είναι ρευστή. Η διακειμενικότητα είναι επίσης έντονη, ήρωες από προηγούμενα έργα του Σκαρίμπα εμφανίζονται στο
Σόλο του Φίγκαρω, φράσεις συγγραφέων, Ελλήνων και ξένων, υπερρεαλιστών και ρομαντικών λογοτεχνών, ενσωματώνονται στους διαλόγους των χαρακτήρων και στις σκέψεις του πρωταγωνιστή και δημιουργούν ένα πλέγμα σχέσεων με σύγχρονα, ή μη, της εποχής του Σκαρίμπα κείμενα.
Η γλώσσα του Σκαρίμπα παραμένει, τέλος, ιδιαίτερη, κινείται ανάμεσα στη δημοτική και την καθαρεύουσα, με έντονη τη λεξιπλασία και το γλωσσικό ιδίωμα της Χαλκίδας, καταδεικνύοντας την αδυναμία της τέχνης, και συγκεκριμένα της λογοτεχνίας, να εκφράσει τη ζωή, την πραγματικότητα.