ΠΕΡΙΤΤΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Πώς βούλιαξε στα μυρωμένα γιασεμόκλωνα
εκείνη η εποχή που νοικιάζαμε ποδήλατα
και τρέχαμε λάμποντας μισή ωρίτσα...
Χορταριασμένα χάσματα, 1974.
Προφορικές διηγήσεις νοσταλγίας, στέρησης, υπερηφάνειας και ντροπής, απομυθοποίησης, εθνικισμού• οι ιστορίες υφαίνονται από εκατοντάδες συνεντεύξεις, από ένα παλίμψηστο φωνών και παθών λαϊκών ανθρώπων και δημιουργούν ωμή συγκίνηση, χωρίς ωστόσο να αποφεύγεται ένα μούδιασμα και μια αίσθηση επανάληψης προς το τέλος του βιβλίου.I used to understand our way of life… The way we lived used to make sense to me… Now, I don’t understand anything anymore… None of it makes any sense at all…
Το παρόν των ανθρώπων που μιλούν στην Alexievich, των guides όπως η ίδια τους χαρακτηρίζει, βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με το παρελθόν, χωρίς αυτό να σημαίνει πως το τώρα είναι ιστορικά ακυρωμένο. Η Alexievich προσέρχεται στη λογοτεχνία χρησιμοποιώντας τεχνικές ιστοριογραφίας, ισχυριζόμενη πωςOur idea of freedom was purely theoretical… We wanted to live like they do in the West. Listen to their music, dress like them, travel the world. “We want change… change…” sang Victor Tsoi. We had no clue what we were hurtling toward. We just kept on dreaming…
Στο κέντρο του κόσμου που στήνει η Alexievich, λοιπόν, βρίσκεται η ιστορία, όχι ως παράθεση συμβάντων και ιστορικών γεγονότων, όχι ως πίνακας της μεγάλης Ιστορίας, αλλά ως εμπειρία, ως βίωμα μέσα από την καθημερινότητα της αυστηρά υποκειμενικής αίσθησής της. Ως εκ τούτου, η προσωπογραφία της Alexievich είναι από κάτω, η συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται καθόλου για μια ιστορία γραμμένη από μεγάλους άνδρες ή αφιερωμένη σε μεγάλους άνδρες, δεν ασχολείται με τους μεγάλους πρωταγωνιστές. Στη κοινωνική της τοιχογραφία ο φακός στρέφεται στα βουβά πρόσωπα, στους ασήμαντους δευτεραγωνιστές που ανασύρονται από το περιθώριο της ιστορίας, από τις υποσημειώσεις. Κρυμμένες φωνές που αίφνης γίνονται οι φορείς του ιστορικού γεγονότος, μέσα από τους οποίους διαμεσολαβείται η Ιστορία.History is concerned solely with the facts; emotions are outside its realm of interest. In fact, it is considered improper to admit feelings into history. But I look at the world as a writer and not a historian. I am fascinated by people.
Η τέχνη θεωρείται μόρφωμα κοινωνικών σχηματισμών, εργαλείο απεικόνισης της κοινωνικής πραγματικότητας στην πλήρη μορφή της κι η Alexievich δίχως να στρατεύεται στην κοινωνική αλλαγή καταδεικνύει την διαρκή ιστορική κίνηση και τον αντίκτυπό της στον άνθρωπο που θέλησε να αλλάξει την ιστορία, με την προσπάθειά του διαρκώς να ακυρώνεται από τα γεγονότα.In writing, I’m piercing together the history of “domestic”, “interior” socialism. As it existed in a person’s soul. I’ve always been drawn to this miniature expanse: one person, the individual. It’s where everything really happens.
Γύρω από τα γενέθλια της πρωταγωνίστριας, κομβικό σημείο στο οποίο επανέρχεται συχνά η αφήγηση μετά από παύση δεκαετιών, στήνεται το σκηνικό του μυθιστορήματος της Ζωρζ Σαρή η πλοκή του οποίου εκτυλίσσεται μέσα στην επταετή περίοδο της δικτατορίας των Συνταγματαρχών, 1967-1974. Ο λόγος πάλι στο εφηβικό κοινό με την κεντρική ηρωίδα να προσλαμβάνει τα γεγονότα ενώ είναι μόλις 8 ετών, με τη διαφορά πως η πρόσληψη των γεγονότων δεν περιορίζεται στα μάτια της μικρής Άννας· η οπτική διανέμεται και στο νονό της, τον καθηγητή Δημήτρη, στον αδελφό της, στη μητέρα της, στη δασκάλα της, στον πατέρα της… Δημιουργείται έτσι ένα κολάζ φωνών με σημαντικά διακριτές διαφορές η καθεμιά τους, με το δικό της χρώμα, φορτίο, στίγμα.Τα γενέθλιά σου σβήσ’ τα. Έχουμε δικτατορία.
Οι επώνυμοι της εποχής η οποία σκιαγραφείται είναι ανώνυμα δοσμένοι, ο πρωταγωνιστής νονός της Άννας είναι εμπνευσμένος από τον καθηγητή Δ. Ν. Μαρωνίτη και την πολιτική, όπως σημειώνει η συγγραφέας, δράση του, ο Μίκης Θεοδωράκης εμφανίζεται ως ένας μεγάλος μουσικοσυνθέτης, ενώ τα ζητήματα της λογοκρισίας και της διαιώνισης του γλωσσικού ζητήματος (Η δικτατορία μια μέρα θα φύγει, η καταστροφή της γλώσσας, όμως, που μας αγγίζει όλους, θα ‘χει γίνει για πάντα., και αλλού, Πότε ο γραπτός λόγος θα συμφιλιωθεί με τον προφορικό; Πότε ο Έλληνας θα μπορεί να διαβάζει ένα κείμενο χωρίς να χρειάζεται να το μεταφράσει ή να του το μεταφράσουν) παρουσιάζονται με τον πιο αδρό τρόπο.Υπάρχουν δυο ζωές, γιε μου. Τη μια σ’ τη χαρίζουν, την άλλη την κερδίζεις… Είσαι ελεύθερος να διαλέξεις μια απ’ τις δυο.
Το σύμπαν που κατασκευάζει στη συγκεκριμένη συλλογή ο Σαμαράκης το 1961 και που αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα του μεταπολεμικού ανθρώπου της εποχής κατά την οποία γράφονται τα διηγήματα διακατέχεται από μια ηχηρή άρνηση. Η Ελλάδα είναι ιδωμένη μέσα από το πρίσμα της αγωνίας και της απόγνωσης, λόγω των προδομένων ελπίδων, ταυτόχρονα με το παρόν που υπάρχει ως κακοφορμισμένη εικόνα του μέλλοντος το οποίο ονειρεύονταν σε ένα προγραμματικά μακρινό παρελθόν οι ήρωες των διηγημάτων.Δε χρειάζεται καμιά φιλοσοφία, κύριε διευθυντά. Φτάνει να τα ζει κανείς όλα αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο μας, που συμβαίνουν συνέχεια όλα τούτα τα χρόνια ύστερ’ από το τέλος του πολέμου. Να τα ζει κανείς με τα μάτια ανοιχτά, κύριε διευθυντά. Αλλά και χωρίς ιδιοτέλεια. Με καταλαβαίνετε;
Αίμα, πάρα πολύ αίμα χύθηκε. Και όλα αυτά με το όραμα του κόσμου που θα ‘ρχότανε ύστερ’ από τον πόλεμο… Ακριβώς για να ‘ρθει αυτός ο κόσμος που όλοι μας τον περιμέναμε με λαχτάρα, αυτός ο κόσμος που θα ήτανε ο καινούργιος κόσμος, ο αλλιώτικος. Ένας κόσμος που θα έδινε σ’ όλους τους ανθρώπους ελευθερία και ειρήνη και ψωμί. Και λοιπόν ήρθε αυτός ο κόσμος. Και τι είναι; Τι είναι; Είναι ένας κόσμος παράλογος! Παράλογος!
Η ασφυκτική ζωή στον παράλογο αυτό κόσμο, στον οποίο υπάρχει φως σε όλο το σπίτι και σε όλα τα δωμάτια αλλά όχι στην καρδιά των ανθρώπων, μεταφράζεται πλέον ως αγωνία για το πώς πεθαίνει ο μεταπολεμικός άνθρωπος. Πράγματι, στα διηγήματα της συλλογής ορίζεται άτυπα ένας κώδικας ζωής και θανάτου.Όσο υπάρχουν δύο άνθρωποι που αγαπιούνται, Μαρία, υπάρχει μια βεβαιότητα στον κόσμο… σε τούτο τον παράλογο κόσμο…
Μπορεί ο θάνατος να είναι "θέμα ζωής" κι ο καθένας [να] έχει το δικό του, τον ατομικό θάνατο, ωστόσο η ουσιαστική παραίτηση από το υπάρχειν απουσιάζει, σε απόλυτη συμφωνία με το πρόταγμα του Άρη Αλεξάνδρου:Να σας πω, με βασανίζει η σκέψη πως θα ήτανε δυνατόν να ‘χω ένα θάνατο όχι του καιρού μας, ένα θάνατο που θα ταίριαζε σε άλλους καιρούς, ένα θάνατο μικροαστικό, "της παραδόσεως". […] Ένας τέτοιος θάνατος είναι ύβρις εμπρός στον πόνο… ύβρις εμπρός στο βαθύ πόνο που έχει ο κόσμος μας, ο καιρός που ζούμε. Στο κάτω κάτω, ένας θάνατος παράλογος είναι το μόνο πράγματι λογικό συμπέρασμα μιας ζωής παράλογης σαν τη δική μας.
Ο Σαμαράκης με έντονη μελαγχολική διάθεση αλλά με εξίσου ζωηρή ασυμβίβαστη κι ηχηρότατη άρνηση αντιτάσσει στο αίσθημα της απελπισίας και της ροπής προς τις καταστροφικές σκέψεις τα εξής:Η θέση μας είναι μέσα δω σ' αυτό το δάσος / με τα κλαδιά κομμένα μισοκαμένους τους κορμούς / με τις ρίζες σφηνωμένες μες στις πέτρες.
(Από τη συλλογή "Ευθύτης οδών" του 1959)
Σε κανένα από τα διηγήματα του Σαμαράκη, όπως γίνεται φανερό κι από τα παραπάνω, δε συντελείται διαφυγή στο παρελθόν εξαιτίας της υπαρξιακής αγωνίας των μεταπολεμικών υποκειμένων, το δράμα εκτυλίσσεται εμφατικά στο παρόν, με την αγωνιώδη ψυχική κατάσταση των ηρώων να μαρτυρείται από τις ασθματικές εκφορές λόγου, τις γεμάτες αποσιωπητικά και παύσεις. Εντούτοις παρά τις προσδοκίες που τσακίστηκαν, πρόκειται για το αίσθημα της αποκαλούμενης στα διηγήματα ως Διάψευσης, παρά την ψευδαίσθηση της μη ερημιάς, στην τραγωδία της εποχής του ο Σαμαράκης έχει αντιτάξει μια μεγάλη άρνηση. Άρνηση απέναντι στην ήττα, στο θάνατο, στον παραλογισμό της πραγματικότητας.Και τίποτ’ άλλο να μην έχεις στη ζωή, είναι όμως ακόμα… είναι όμως πάντα μια βεβαιότητα που έχεις: ποτέ δεν μπορείς να πεις πως δεν είναι ούτε ένας άνθρωπος που να μην μπορείς εσύ να τον κάνεις λιγότερο δυστυχή, λιγότερο μόνο… Αυτή είναι μια βεβαιότητα που δεν μπορείς να την αγνοήσεις… που δεν μπορεί κανένας… κανένας και τίποτα να σου την πάρει!
[…]η Αντίσταση σ’ αυτόν εδώ τον παράλογο κόσμο… ναι, το πρώτο είναι να πω ΑΡΝΟΥΜΑΙ σ’ αυτόν εδώ τον παράλογο κόσμο… αλλά και μαζί να πω ΑΡΝΟΥΜΑΙ στο θάνατο… στην υποταγή… στη φυγή… στη λιποταξία…
Γεμάτη δράση η μυθιστορηματική αποτύπωση των γεγονότων που οδήγησαν στην Οκτωβριανή Επανάσταση, με τη διαφορά πως ως υλικό η πραγματική ζωή σε αντίθεση με την πλοκή ενός μυθιστορήματος είναι πιο ιδιόμορφη και πολύ πιο λεπτομερής. Ο αριθμός των εμπλεκόμενων ατόμων και μερών, οι αποφάσεις που πάρθηκαν και που ακυρώθηκαν, το χάος κι η επανάσταση που κινήθηκε σαν ένα τρένο τη νύχτα, φαινομενικά ασταμάτητη κι αναμφισβήτητα επικίνδυνη δίνονται με τρομερή ενάργεια, ενώ o Miéville εμφανίζεται να κατέχει το ζήτημα που αναλύει, ιστορικά και ιδεολογικά, απεικονίζοντας άρτια και τίμια την ακατάστατη διαδικασία και τα λάθη των dramatis personae, μένοντας όσο το δυνατόν πιο απροκατάληπτος, ισχυριζόμενος πωςThe revolution of 1917 is a revolution of trains. History proceeding in screams of cold metal.
Those who count themselves on the side of the revolution must engage with these failures and crimes. To do otherwise is to fall into apologia, special pleading, hagiography – and to run the risk of repeating such mistakes.
The center was not holding. It was a country of bankruptcy notices and public-auction announcements and commonplace reports of casual killings and misplaced children and abandoned homes and vandals who misplaced even the four-letter words they scrawled. It was a country in which families routinely disappeared, trailing bad checks and repossession papers. Adolescents drifted from city to torn city, sloughing off both the past and the future as snakes shed their skins, children who were never taught and would never now learn the games that had held the society together. People were missing. Children were missing. Parents were missing. Those left behind filed desultory missing-persons reports, then moved on themselves. It was not a country in open revolution. It was not a country under enemy siege. It was the United States of America in the cold late spring of 1967, and the market was steady and the G. N. P high and a great many articulate people seemed to have a sense of high social purpose and it might have been a spring of brave hopes and national promise, but it was not, and more and more people had the uneasy apprehension that it was not.
Ένας ευχάριστα παράξενος φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στη σύγχρονη τέχνη, με τον συγγραφέα να μιλάει για την εμπειρία του ως ένας εκ των καλλιτεχνών που προσκλήθηκαν στην Documenta 2012 στο Kassel της Γερμανίας, μια έκθεση πρωτοποριακής τέχνης καθιερωμένη από το 1955. Ο Vila-Matas απλώς περιπλανιέται στην πόλη κοιτάζοντας τα έργα τέχνης και καταγράφει σε ένα τύποις εσωτερικό μονόλογο τις σκέψεις του για εκείνα, για τον εαυτό του και την επιθυμία να δημιουργεί συγγραφικές περσόνες, για την ουσία του avant-garde συγγραφέα, για οτιδήποτε του έρχεται στο νου. Πρόκεται για μια, ως επί το πλείστον, μη φανταστική καταγραφή του χρόνου του εκεί χωρίς ωστόσο να είναι δυνατό να διαπιστωθεί τι από όλα αποτελεί αλήθεια και τι μυθοπλασία. Ευχάριστο, λίγο αργό, πλην άκρως ιδιαίτερο.Given my inveterate habit of writing a chronicle every time I get invited to a strange place to do something weirs (over time I've realized that all places actually seem strange to me), I had the impression I was once again living through the beginning of a journey that could end up turning into a written tale, in which, as was customary, I would combine perplexity and my suspended life to describe the world as an absurd place arrived at by way of a very extravagant invitation.
Με αφήγηση μεταγενέστερη των γεγονότων και προγραμματική διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και στην εφηβική συνείδηση μέσω της οποίας προσλαμβάνονται τα γεγονότα, ο Zweig στήνει τη νουβέλα του στη βάση της σύγχυσης. Σύγχυση αισθημάτων, καθηκόντων, ορμών, παρεμφερής με παθογένεια, όταν το πάθος του μυαλού εξομοιώνεται με εκείνο του σώματος κι η αντίληψη των πραγμάτων και των πράξεων στενεύει.All phenomena, all humanity is to be recognized only in its fiery form, only in passion.
And just as, for instance, a man in love for the first time dares not undress the girl he adores in his thoughts, dares not think of her as a natural being like the thousands of others who wear skirts, I was disinclined to venture on any prying into his private life: I knew him only in sublimated form, remote from all that is subjective and ordinary.
Καβαφικοί απόηχοι κι υπαρξιακή αγωνία, ένα κείμενο όπου ο οραματισμός του ηρωικού μέλλοντος εξοβελίζει το παρόν, εξωραΐζει την ατέρμονη αναμονή ενός γεγονότος που θα νοηματοδοτήσει την ίδια τη ζωή, ένα έργο που γράφεται τη δεκαετία του 1940 και βρίσκεται στο κατώφλι του μύθου, του σύγχρονου μύθου και της μυθολόγησης της συλλογικής μνήμης, και της αλληγορίας, μιας εμβάθυνσης στις προσδοκίες των ανθρώπων διαχρονικής και χωρίς σήματα χώρου και χρόνου.Βέβαια, ούτε τούτη τη νύχτα προφέρει κανείς, χώρια από μερικούς στρατιώτες, το όνομα που βρίσκεται στην καρδιά όλων. Οι αξιωματικοί προτιμούν να μην το αναφέρουν, γιατί το όνομα αυτό είναι η τελευταία ελπίδα τους. Για τους Τάρταρους ύψωσαν τα τείχη του Οχυρού, για τους Τάρταρους ξοδεύουν πολύτιμα χρόνια από τη ζωή τους, γι’ αυτούς οι σκοποί περπατάνε σαν ανδρείκελα μέρα και νύχτα. Υπάρχουν εκείνοι που τροφοδοτούν κάθε μέρα την ελπίδα τους με νέα πίστη, υπάρχουν εκείνοι που τη φυλάνε καλά κρυμμένη μέσα τους, εκείνοι που δεν ξέρουν καν ότι τη συντηρούν, νομίζοντας ότι την έχουν πια χάσει. Κανένας, όμως, δεν έχει το κουράγιο να μιλήσει γι’ αυτήν· θα φάνταζε σαν γρουσουζιά, θα έδινε την εντύπωση πως εξομολογούνται τις πιο απόκρυφες αγαπημένες τους σκέψεις στους άλλους, κι αυτό είναι κάτι που οι στρατιωτικοί δεν το κάνουν ποτέ γιατί ντρέπονται.
Στο πρόσωπο και στην πιθανότητα της ένδοξης στιγμής η ανία κι οι κακουχίες της στρατιωτικής ζωής καθαγιάζονται. Αν και δεν υπάρχει πόλεμος, οι άσκοπες ασκήσεις που απαιτούν πειθαρχία κι οι δαιδαλώδεις συνθηματικές ρυθμίσεις εξόδου κι εισόδου στο Οχυρό κοστίζουν τη ζωή σε τουλάχιστον δύο στρατιώτες, ενώ η μονοτονία της φύλαξης ενός ακριτικού φρουρίου όπου τίποτα δε φαίνεται να συμβαίνει, οδηγεί αρκετούς στην απόγνωση και στην επιθυμία ενός πολέμου ώστε να υπάρξει μια δράση.Ο Ντρόγκο έμεινε μόνος και ένιωσε ευτυχισμένος. Απολάμβανε με περηφάνια την απόφασή του να μείνει, τη στυφή γεύση ότι άφησε τις μικρές, σίγουρες χαρές της ζωής για χάρη ενός μεγάλου, μακροπρόθεσμου και αβέβαιου αγαθού (ίσως όμως, στο βάθος, συνέχιζε να τον παρηγορεί η σκέψη ότι μπορούσε, όποια στιγμή το αποφάσιζε, να φύγει).
Ένα δεύτερο μοτίβο είναι η ανθρώπινη ανάγκη να υπάρχει νόημα στη ζωή. Ο Ντρόγκο, πρωταγωνιστής στο μεγαλύτερο μέρος του έργου, παρατηρεί συχνά τη μυστηριακή αποχαύνωση, τη βαλτώδη ατμόσφαιρα του Οχυρού αλλά και το αίσθημα της αποξένωσης από τον υπόλοιπο κόσμο χωρίς όμως να μπορεί, ή να επιθυμεί τελικώς να αποκοπεί από αυτή τη ζωή, από τo άτυπο limbo όσο μονότονο κι αν είναι.Μια προαίσθηση –ή μήπως ήταν μονάχα η ελπίδα;- ότι δε θα αργούσαν να συμβούν μεγάλα κι ένδοξα γεγονότα, τον έκανε να μείνει εκεί πάνω[…]
Ο στρατιωτικός φορμαλισμός, σ’ εκείνο το Οχυρό, έμοιαζε να έχει φτιάξει ένα αρρωστημένο αριστούργημα. Εκατοντάδες άνθρωποι φύλαγαν ένα πέρασμα, από το οποίο δε θα περνούσε ποτέ κανείς. Να φύγει, να φύγει το γρηγορότερο –σκεφτόταν ο Τζιοβάνι-, να βγει στον καθαρό αέρα, μακριά από αυτό το ομιχλώδες μυστήριο.
Εδώ πέρα μοιάζει λίγο με εξορία, ο καθένας είναι αναγκασμένος να βρει κάτι για να ξεδώσει, πρέπει σε κάποιο πράγμα να ελπίζει. Άρχισε, λοιπόν κάποιος να μιλά για τους Ταρτάρους και ακολούθησαν όλοι… ποιος ξέρει ποιος ήταν ο πρώτος…
Ο χρόνος είναι δύσκολο να μετρηθεί, πόσο μάλλον να τον κρατήσει κάποιος· αυτό το είχε παρατηρήσει ο Ντρόγκο ήδη από την αρχή του μυθιστορήματος βλέποντας τη διάθεση της μητέρας του να διατηρήσει ανέγγιχτο το δωμάτιό του με την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσε […] να συγκρατήσει τον καιρό που καθημερινά δραπέτευε, την ψευδαίσθηση ότι ανοίγοντας ξανά τις πόρτες και τα παράθυρα, με την επιστροφή του γιου της, τα πράγματα θα ξαναγύριζαν να είναι όπως πριν. Εντούτοις, παρά τις προτροπές του ανθυπασπιστή-ράφτη Προσντότσιμο να φύγει μόλις βρει την ευκαιρία, ο παντογνώστης αφηγητής σημειώνει πως[…]κι αυτός φανταζόταν ηρωικές ιστορίες που, πιθανότατα, δε θα γίνονταν ποτέ πραγματικότητα, αλλά που, τουλάχιστον χρησίμευαν για να δίνουν κουράγιο στη ζωή. Μερικές φορές έμενε ευχαριστημένος και με λιγότερα πράγματα, παραιτούνταν από το να είναι ο μοναδικός ήρωας […] Κατά βάθος θα ήταν μια απλή μάχη, μόνο μία αλλά σοβαρή μάχη, κι αυτός θα έκανε επίθεση ντυμένος με την καλή του στολή και θα ήταν ικανός να χαμογελά την ώρα που θα ριχνότανε ενάντια στα σκοτεινά πρόσωπα των εχθρών. Μια μάχη, και ίσως ύστερα θα έμενε ευχαριστημένος για όλη του την υπόλοιπη ζωή.
Ο χρόνος κυλάει θεματικά και δομικά χωρίς ο πρωταγωνιστής ή ο αναγνώστης να τον προλαβαίνει, η ζωή φαινόταν σαν μια ανεξάντλητη, πεισματάρικη ουτοπία, αν και τα χρόνια της νιότης του [ενν. του Ντρόγκο] είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν και εν αναμονή του σπουδαίου γεγονότος του πολέμου οι ώρες ξεγλιστρούσαν από τα δάχτυλά του πριν προφτάσει να τις μετρήσει.Ο Ντρόγκο, όμως, δεν το ήξερε,[…]ότι η ζωή στο Οχυρό καταβροχθίζει τις μέρες τη μια μετά την άλλη, όλες ίδιες, με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Ο Ντρόγκο θα επανέλθει σε αυτή τη σκέψη περί της ουσίας του ηρωικού θανάτου καταλήγοντας πωςΉξερε πράγματι να πεθάνει τη σωστή στιγμή.[…]Σαν να είχε χτυπηθεί από κάποια σφαίρα. Ένας ήρωας, κακά τα ψέματα. Κι όμως κανείς δεν τον πυροβόλησε. Όλοι οι άλλοι, που κείνη τη μέρα ήταν μαζί του, είχαν τις ίδιες με αυτόν πιθανότητες, αυτός δεν είχε κανένα πλεονέκτημα, εκτός ίσως ότι μπορούσε να πεθάνει πιο εύκολα. Αλλά, στο βάθος, οι άλλοι τι έκαναν; Γι’ αυτούς ήταν μια μέρα σχεδόν ίδια με όλες τις άλλες.
[…]είναι μια μάχη πολύ πιο σκληρή από εκείνη που κάποτε ο ίδιος περίμενε με τόση λαχτάρα. Ακόμα και οι εμπειροπόλεμοι άνθρωποι θα προτιμούσαν να μην τη δοκιμάσουν. Γιατί, βέβαια, είναι ωραίο να πεθαίνεις έξω στον καθαρό αέρα, μέσα στη δίνη της συμπλοκής, με το σώμα σου ακόμα νέο και υγιές, ακούγοντας τους δοξαστικούς ήχους μιας σάλπιγγας. Είναι, αντίθετα, θλιβερό να πεθαίνεις τραυματισμένος, μετά από ατέλειωτους πόνους στο θάλαμο ενός νοσοκομείου· ακόμα πιο μελαγχολικό είναι να τελειώσεις τις μέρες σου στο κρεβάτι του σπιτιού σου, ανάμεσα σε λυγμούς, χλωμά φώτα και μπουκαλάκια γεμάτα φάρμακα. Τίποτα, όμως, δεν είναι πιο δύσκολο από το να πεθαίνεις σε ένα άγνωστο και ξένο μέρος. στο απρόσωπο κρεβάτι ενός πανδοχείου, γέρος κι άσκημος, χωρίς να αφήνεις κανένα στον κόσμο.
Και στον Buzzati όπως στο Σεφέρη τίθεται ο προβληματισμός της βυθομέτρησης του θανάτου και του αισθήματος ηρωισμού με το οποίο είτε πρέπει είτε δεν πρέπει να συνεπάγεται, του περιορισμού του θανάτου ως θυσία σε σπουδαία γεγονότα· ο θάνατος αποτελεί εν τέλει ιδιωτικό ή δημόσιο γεγονός; Ο θάνατος εμφατικά είναι κάτι που γίνεται κι η διεκδίκηση του θανάτου κάθε άλλο παρά ακυρώνει τη ζωή, αποτελεί μέρος της και χρήζει διαχείρισης.Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή.
Όταν ο Park Chung-hee, πρώην στρατιωτικός δικτάτορας της Νότιας Κορέας, δολοφονείται το 1979, η κυβέρνηση επιβάλλει στρατιωτικό νόμο ως αντίποινα. Ένα πλήθος φοιτητών διαδηλώνουν σε μια κορεάτικη πόλη κι οι κυβερνητικές δυνάμεις αποκρίνονται, όπως σχεδόν πάντα, με δύναμη, μετά την κλιμάκωση της οποίας ο αριθμός των νεκρών κυμαίνεται από εκατοντάδες έως χιλιάδες, με τα αριθμητικά στοιχεία να παραμένουν ως και σήμερα ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα. Η εξέγερση μόλις το 1997 ξεκίνησε να μνημονεύεται ως κίνημα εκδημοκρατισμού κι αποτελεί μια εκ των ανησυχητικότερων πράξεων βίας του εικοστού αιώνα, με αρκετούς νεκρούς να μένουν στους δρόμους και τραυματίες να φυλακίζονται. Γράφει η Deborah Smith στην εισαγωγή του έργου:Is it true that human beings are fundamentally cruel? Is the experience of cruelty the only thing we share as a species? Is the dignity that we cling to nothing but self-delusion, masking from ourselves this single truth: that each one of us is capable of being reduced to an insect, a ravening beast, a lumping meat? To be degraded, damaged, slaughtered - is this the essential fate of humankind, one that history has confirmed as inevitable?
Το μυθιστόρημα της Han Kang είναι βάναυσο κι αρχίζει με το κρεσέντο της βίας, με τα επακόλουθα της σφαγής, με ένα σωρό από πτώματα κι έναν ωκεανό αίματος. Η συγγραφέας παρουσιάζει λοξά την καταστροφή που προκάλεσε η εξέγερση, αμιγώς μέσα από αναλαμπές, έχοντας βυθιστεί στο φόντο του κινήματος και προτείνοντας τις εμπειρίες των χαρακτήρων αντί ενός στεγνού ιστορικού απολογισμού. Η ιστορία που αφηγείται η Han Kang διασκορπίζεται στα χρόνια, ξεκινά από το 1980, το έτος της εξέγερσης και φτάνει ως το 2013 οπότε ιστορικά, όπως γράφει η Deborah Smith,In Gwangju, part of the magnitude of the crime was that the violence done to these bodies, and the manner in which they had been dumped or hidden away, meant they were unable to be identified and given the proper burial rites by their families.
Από άποψη δομής, το συνεχές πισωγύρισμα από το παρόν στο παρελθόν αποδεικνύει πόσο το τελευταίο επισκιάζει το πρώτο, με τους ανθρώπους να παραμένουν ψυχολογικά ερείπια και τη φυσιολογική ζωή να μοιάζει σχεδόν αδύνατη. Το μυθιστόρημα αφορά επίσης την πνευματική κληρονομιά• ξεκινάει στο νεκροτομείο, μετακινείται στη συνείδηση ενός αγοριού που ψάχνει για μια μεταθανάτια αίσθηση του ανήκειν, περνάει πέντε χρόνια στο μέλλον κι αργότερα είκοσι ακόμη, με τα αποτελέσματα της εξέγερσης να εξακολουθούν να στοιχειώνουν τα βήματα των εμπλεκομένων.[…] Park Chung-hee’s daughter Park Geung-hye was inaugurated as president, the past rose up and ripped the bandage off old wounds for Gwangju-ites like Han Kang. Her novel, then, is both a personal and political response to these recent developments […]
Πρόκειται ουσιαστικά για ένα βιβλίο που δείχνει το πώς ένα μόνο γεγονός μπορεί τελικά να αλλάξει το πρόσωπο ενός έθνους. Πώς οι άνθρωποι που συναπαρτίζουν ένα έθνος συμπεριφέρονται έπειτα από ένα τόσο κομβικό γεγονός, προσπαθώντας να καταστείλουν τα τραύματα. Υπάρχει η διάχυτη αίσθηση απογοήτευσης και προδοσίας εξαιτίας του οδυνηρού σοκ, με τους ανθρώπους να αισθάνονται χαμένοι σε αυτό το κράτος που έχει συμμετάσχει στο γεγονός.There is no way back to the world before the torture. No way back to the world before the massacre.
Το Human Acts της συγγραφέως του [b:The Vegetarian|25489025|The Vegetarian|Han Kang|https://images.gr-assets.com/books/1478196580s/25489025.jpg|18449744], είναι μια προσπάθεια να εκπροσωπήσει η Han Kang τα γεγονότα της αποκαλούμενης Gwangju Uprising, χωρίς να καταφύγει σε μελοδραματικές ιστορίες ηρωισμού, γενναιότητας κι ιδανικών των «λίγων εναντίον πολλών», αφού η φαινομενική συλλογή διηγημάτων, με μεταβαλλόμενες και πολλαπλές προοπτικές, είναι περισσότερο εστιασμένη στην έλλειψη κατανόησης της τραγωδίας που εκτυλίχθηκε.Why would you sing the national anthem for people who'd been killed by soldiers? Why cover the coffin with the Taegukgi? As though it wasn't the nation itself that had murdered them.
Τέλος, ένα χαρακτηριστικό της συγγραφέως είναι το επιλεκτικό φιλτράρισμα της προοπτικής. Πολλές από αυτές τις ιστορίες χρησιμοποιούν το δεύτερο ενικό πρόσωπο, κάνοντας τον αναγνώστη συμμέτοχο στις βιαιοπραγίες, εσύ είσαι νεκρός, εσύ αντιμετωπίζεις το παρελθόν, εσύ θυμάσαι. Η εγγύτητα κι η απόσταση είναι θεμελιώδη στοιχεία του συγκεκριμένου μυθιστορήματος, συγχέονται, καθώς στην τελευταία ενότητα η σημείωση της συγγραφέως σχετικά με την ιστορία της είναι ενδιαφέρουσα. Η Han Kang γεννιέται και κατοικεί στο Gwangju μετά το 1980, στο ίδιο σπίτι με το αγόρι που γεννήθηκε και κατοικούσε το 1980.That my life had been taken entirely out of my hands, and the only thing I was permitted to do now was to experience pain.
[...]we have to make them promise to admit the true facts about what happened here, so we can recover our honor in the eyes of the rest of the country.