Πρέπει να είναι περίεργο να βλέπεις το παιδί σου να μεγαλώνει, σκέφτομαι. Εγώ όμως, όσο κι αν θέλω να μεγαλώσω, έχω μικρύνει και τώρα βλέπω όλον αυτόν τον στρατό από φριχτούς ετοιμοθάνατους, που μισούν τους άλλους ανθρώπους, που κουτσομπολεύουν, που τρώνε χόρτα για να μην πεθάνουν, που καπνίζουν Marlboro βλέποντας μεξικάνικα ή τούρκικα σίριαλ, που φοβούνται μη βρέξει, μη γίνει τρομοκρατική επίθεση, μη γίνει σεισμός, που ποτέ δεν βγαίνουν έξω απ' τα σπίτια τους και που όσο κάθονται μέσα τρέμουν μην τους επιτεθούν Πακιστανοί, που ξέρουν να διαβάζουν και να γράφουν, αλλά που ούτε διαβάζουν ούτε γράφουν ποτέ τίποτε, που έχουν μπει με μέσο στο δημόσιο, που κοιτάνε να βολευτούν, που κάνουν μικροαπατεωνιές με δάνεια, που παίρνουν τηλέφωνο για να ρωτήσουν "Τι φαγητό θα φάτε σήμερα;" και που ο ένας μιλάει πίσω από την πλάτη του άλλου για το πόσο φτωχοί είναι και για το πόσο φτωχά φαγητά τρώνε.
Η Βιτάλε ανασκευάζει την προσωπικότητα και τις ώρες που οδήγησαν στην αυτοκτονία του Μαγιακόφσκι μέσα από μαρτυρίες τρίτων, των συγχρόνων του, των εφημερίδων και αρχείων της εποχής, μέσα από φήμες και κουτσομπολιά που διαδίδονταν, προσφέροντας, ως εκ τούτου, τη φιγούρα του ποιητή μέσα από ένα κατεξοχήν παραμορφωτικό πρίσμα, καλειδοσκοπικά, με εμβόλιμα τα ποιήματά του, τα μόνα που δίνουν το στίγμα του ίδιου μες στο χαοτικό κόσμο των "δικαστών" του.Για τον θάνατό μου να μην κατηγορηθεί κανείς και, παρακαλώ, να μην γίνουν κουτσομπολιά. Ο μακαρίτης τα σιχαινόταν φοβερά.
Στο βάθος του έργου υπόκειται το memento mori, η πανταχού παρούσα παροδικότητα του ματαιότης ματαιοτήτων, τίποτα δεν αντιστέκεται στο θάνατο και στη φθορά που επιφέρει. Ένα άκρως υπαρξιακό κείμενο που φέρνει στο νου την Ερωφίλη του Χορτάτση και τον πρόλογο του Χάρου:Κατόπι είδα τα έργα μου,
όσα φτιάξαν τα χέρια μου,
όσα δώσαν οι κόποι μου.
Και είδα: όλα ανώφελα·
κυνήγι του ανέμου.
Η δυναμική της αστάθειας της ανθρώπινης μοίρας, της προσωρινότητας, είναι σύνηθες θεματικό κέντρο και νομοτελειακό, από κοινού με τη μπαρόκ εμμονή στο θάνατο και τη ματαιότητα της ύπαρξης, ωστόσο ο Εκκλησιαστής βρίσκει το νόημα παρόλο το ανώφελο της ζωής, η ίδια η χαρά απαλύνει τον εφήμερο βίο.[...]ποιος εκ τσ' ανθρώπους τσι μικρούς να ελπίζει
πλιό τυχαίνει
σε δόξες, πλούτη και τιμές, κι οπίσω τως
να πηαίνει;
Φτωχοί, τ' αρπάτε, φεύγουσι, τα σφίγγετε,
πετούσι,
τα περμαζώνετε, σκορπού, τα κτίζετε, χαλούσι.
Σα σπίθα σβήνει η δόξα σας, τα πλούτη σας
σα σκόνη
σκορπούσινε και χάνουνται, και τ' όνομά σας
λειώνει
σα να 'το με τη χέρα σας γραμμένο
σ' περιγιάλι
στη διάκριση τση θάλασσας[...]
Ποιος θα μαζέψει αυτές τις εικόνες μας κι άλλες από πολύ πιο πριν και πολύ μετά, μέχρι τον Μάη του '68 στη Σορβόνη και στους δρόμους του Παρισιού με τους φοιτητές; Όχι γενικά τις εικόνες της εποχής, γιατί αυτές λίγο πολύ τις δείχνουν τα ντοκιμαντέρ, μα τις εικόνες που ήμασταν εμείς. Ίσως στον καινούργιο αιώνα εφευρεθεί κανένα μηχάνημα που να πιάνει τις δικές μας στιγμές που πέρασαν κι ύστερα να τις καταγράφει σ' ένα είδος κασέτας που να μπορείς να τις ξαναδείς κι εσύ και τα παιδιά σου και τα εγγόνια σου. Είναι κρίμα να χαθούν.
Όπως είναι φυσικό το έργο κατέληξε να διχάσει το κοινό με τις ιδέες του, όχι μόνο εξαιτίας της ιδιόμορφης αντιμετώπισης του εγκληματία αλλά και λόγω της τόσο φανερής απεύθυνσης σε λευκό ακροατήριο, εντούτοις, η λύση για τον τίτλο του έργου δίνεται από τον πατέρα του νεκρού Richard, "All white men are Mister Charlie"· ως Mister Charlie δηλαδή χαρακτηρίζεται ο λευκός άνθρωπος εν γένει, αποτελώντας μια καρικατούρα. Εξάλλου, όπως υποστηρίζει ο Baldwin στο κείμενο A Word from Writer Directly to Reader, του 1959:It is we who have locked him in the prison of his color. It is we who have persuaded him that Negroes are worthless human beings, and that it is his sacred duty, as a white man, to protect the honor and purity of his tribe.
Nor is it easy for me, when I try to examine the world in which I live, to distinguish the right side from the wrong side.[…]Nothing, I submit, is more difficult than deciphering what the citizens of this time and place actually feel and think.
MOTHER HENRY: Richard, you can’t start walking around believing that all the suffering in the world is caused by white folks!
RICHARD: I can’t? Don’t tell me I can’t. I’m going to treat everyone of them as though they were responsible for all the crimes that ever happened in the history of the world – oh yes! They’re responsible for all the misery I’ve ever seen, and that’s good enough for me.
Ταυτόχρονα, είναι τουλάχιστον ριζοσπαστική η σύνδεση που θέτει ο συγγραφέας της θρησκευτικής πίστης και της αξιοπρέπειας, με την έννοια ότι ο μαύρος άνθρωπος επιλέγει να πιστέψει στο Θεό ακριβώς για να θεωρείται άνθρωπος, αν όχι στα μάτια των υπόλοιπων λευκών ανθρώπων, τότε σε εκείνα του Θεού.The play then, for me, takes place in Plaguetown, U.S.A., now. The plague is race, the plague is our concept of Christianity: and this raging plague has the power to destroy every human.
Δραματικό κέντρο του έργου είναι η θέση της μητέρας μέσα στην Εκκλησία· η Margaret κυριαρχεί ως πάστορας και κερδίζει την αίσθηση του εαυτού και του προσωπικού σκοπού της μέσω της θέσης της, κι όμως προκαλεί πραξικόπημα εναντίον της από τους πρεσβύτερους. Ως χαρακτήρας βρίσκει απάγκιο στην Εκκλησία καθώς η κοινωνία δεν της αφήνει άλλο περιθώριο, με την αίσθηση της πραγματικότητας να υπαγορεύεται από την ιδέα της κοινότητας για την κατωτερότητά της, όντας όχι απλώς γυναίκα αλλά και μητέρα που μεγαλώνει μόνη της το παιδί της. Η ανάγκη της για επιβεβαίωση αντανακλάται στην ανελέητη ευσέβεια, παράλληλα με τα σχόλια του ποιμνίου της, ως επί το πλείστον φαλλοκρατικά, που την περιορίζουν στο φύλο της. Σύμφωνα με τον Baldwin:Sometimes – what we want - and what we ought to have – ain’t the same. Sometime, the Lord, He take away what we want and give us what we need.
Her triumph, which is also, if I may say so, the historical triumph of the Negro people in this country is that she sees this finally and accepts it, although she has lost everything, also gains the keys to the kingdom[…]She gains herself.
History, I contend, is the present - we, with every breath we take, every move we make, are History - and what goes around, comes around.
[...]the Black demand was not for integration. Integration, as we could all testify, simply by looking at the colors of our skins, had, long ago, been accomplished.[...]The Black demand was for desegregation, which is a legal, public, social matter: a demand that one be treated as a human being and not like a mule, or a dog. It was not even a direct demand for social justice: desegregation was a necessary first step in the Black journey toward that goal. It had absolutely nothing to do with the hope of becoming White. Desegregation demanded, simply, that Black people, and, especially, Black children, be recognized and treated as human beings by all of the institutions of the country in which they were born. Since, I have done the State some service and they know it, desegregation demanded that the State recognize, and act on, this irrefutable and irreducible truth.
I know everybody's in trouble and nothing is easy, but how can I explain to you what it feels like to be black when I don't understand it and don't want to and spend all my time trying to forget it?
[...]no matter how inept one must judge this film to be [...] I still do not wish to be guilty of the gratuitous injustice of seeming to impute base motives to the people responsible for its existence.
Με αφορμή, τέλος, το σενάριο που έγραφε και τελικώς απέσυρε για τη ζωή και τη δράση του Malcolm X, αλλά και με βάση την ταινία Lady Sings the Blues, που αφορά τη ζωή της Billie Holiday, κι αφού ο Baldwin τοποθετηθεί περί του σεναρίου ως as empty as a banana peel, and as treacherous, καταλήγει σε μια σύγκριση του γραπτού και του εικονικού λόγου:illustrates the dilemma of all the civilizing, or colonizing powers, particularly now, as their power begins to be, at once, more tenuous and more brutal, and their vaunted identities revealed as being dubious indeed. The greater the public power, the greater the private, inadmissable despair; the greater this despair, the greater the danger to all human life.
[...]obviously the only way to translate the written word to the cinema involves doing considerable violence to the written word, to the extent, indeed, of forgetting the written word. A film is meant to be seen, and, ideally, the less a film talks, the better. The cinematic translation, nevertheless, however great and necessary the violence it is compelled to use on the original form, is obliged to remain faithful to the intention, and the vision, of the original form. The necessary violence of the translation involves making very subtle and difficult choices. The root motive of the choices made can be gauged by the effect of these choices: and the effect of these deliberate choices, deliberately made, must be considered as resulting in a willed and deliberate act - that is, the film which we are seeing is the film we are intended to see.
I'm black and I'm proud: yet, I suppose that the most accurate term, now, for this history, this particular and peculiar danger, as well as for all persons produced out of it and struggling in it, is: Afro-American. Which is but a wedding, however, of two confusions, an arbitrary linking of two undefined and currently undefinable proper nouns. I mean that, in the case of Africa, Africa is still chained to Europe, and exploited by Europe, and Europe and America are chained together; and as loong as this is so, it is hard to speak of Africa except as a cradle and a potential.
The question of color takes up much space in these pages, but the question of color, especially in this country, operates to hide the graver questions of the self. That is precisely why what we like to call “the Negro problem” is so tenacious in American life, and so dangerous. But my own experience proves to me that the connection between American whites and blacks is far deeper and more passionate than any of us like to think.
[…]there was something which all black men held in common, something which cut across opposing points of view, and placed in the same context their widely dissimiliar experience. […] What, in sum, black men held in common was their ache to come into the world as men. And this ache united people who might otherwise have been divided as to what a man should be.
Too great a sense of identity makes a man feel he can do no wrong. And too little does the same.
Nor do I blame anyone in Harlem for making the best of a dreadful bargain. But anyone who lives in Harlem and imagines that he has not struck this bargain, or that what he takes to be his status (in whose eyes?) protects him against the common pain, demoralization and danger, is simply self-deluded.
As long as we can deal with the Negro as a kind of statistic, as something to be manipulated, something to be fled from, or something to be given something to, there is something we can avoid, and what we can avoid is what he really, really means to us.
The challenge is in the moment, the time is always now.
Τη συγκεκριμένη συλλογή απαρτίζουν δύο κείμενα, το πρώτο είναι ένα γράμμα του συγγραφέα προς τον ανηψιό του, με διδακτικό, συμβουλευτικό χαρακτήρα, εν είδει προετοιμασίας για τον λευκό κόσμο ο οποίος θα τον αντιμετωπίσει ως άνευ αξίας υποκείμενο, ο οποίος θα του επιβάλλει πού πρέπει ή πού δεν πρέπει να πάει, τι πρέπει ή τι όχι να κάνει."The problem of the twentieth century is the problem of the color line" ισχυρίζεται ο W. E. B. DuBois.
Το δεύτερο κείμενο, και το πιο μακροσκελές, είναι ένα από τα κλασικά κι αγαπημένα του Baldwin, πέρα από μια εξέταση των προβλημάτων της μαύρης κοινότητας στην Αμερική του 1960 θεματικό μοτίβο αποτελεί το "Negro problem", εξετάζεται, πρώτη φορά σε έκθεσή του ο μονοδιάστατος κι ατελέσφορος χαρακτήρας κάθε θρησκευτικής πίστης. Υποστηρίζει ενθέρμως πωςThe paradox - and a fearful paradox it is - is that the American Negro can have no future anywhere, on any continent, as long as he is unwilling to accept his past. To accept one's past - one's history - is not the same thing as drowning in it; it is learning how to use it. An invented past can never be used; it cracks and crumbles under the pressures of life like clay in a season of drought.
προχωρώντας στη διαπίστωση πως η ηθικότητα εξαρτάται από την αποκοπή από όλους τους περιορισμούς, τα εγκλήματα και την υποκριτική στάση της θρησκευτικής πίστης, αφού, σύμφωνα με τον Baldwin, το πραγματικό νόημα της θρησκείας είναι και οφείλει να είναι η ελευθερία κι η αγάπη.[...]the collision between cultures - and the schizophrenia in the mind of Christendom - had rendered the domain of morals as chartless as the sea once was, and as treacherous as the sea still is.
Τη συγκεκριμένη συλλογή απαρτίζουν δύο κείμενα, το πρώτο είναι ένα γράμμα του συγγραφέα προς τον ανηψιό του, με διδακτικό, συμβουλευτικό χαρακτήρα, εν είδει προετοιμασίας για τον λευκό κόσμο ο οποίος θα τον αντιμετωπίσει ως άνευ αξίας υποκείμενο, ο οποίος θα του επιβάλλει πού πρέπει ή πού δεν πρέπει να πάει, τι πρέπει ή τι όχι να κάνει."The problem of the twentieth century is the problem of the color line" ισχυρίζεται ο W. E. B. DuBois.
Το δεύτερο κείμενο, και το πιο μακροσκελές, είναι ένα από τα κλασικά κι αγαπημένα του Baldwin, πέρα από μια εξέταση των προβλημάτων της μαύρης κοινότητας στην Αμερική του 1960 θεματικό μοτίβο αποτελεί το "Negro problem", εξετάζεται, πρώτη φορά σε έκθεσή του ο μονοδιάστατος κι ατελέσφορος χαρακτήρας κάθε θρησκευτικής πίστης. Υποστηρίζει ενθέρμως πωςThe paradox - and a fearful paradox it is - is that the American Negro can have no future anywhere, on any continent, as long as he is unwilling to accept his past. To accept one's past - one's history - is not the same thing as drowning in it; it is learning how to use it. An invented past can never be used; it cracks and crumbles under the pressures of life like clay in a season of drought.
προχωρώντας στη διαπίστωση πως η ηθικότητα εξαρτάται από την αποκοπή από όλους τους περιορισμούς, τα εγκλήματα και την υποκριτική στάση της θρησκευτικής πίστης, αφού, σύμφωνα με τον Baldwin, το πραγματικό νόημα της θρησκείας είναι και οφείλει να είναι η ελευθερία κι η αγάπη.[...]the collision between cultures - and the schizophrenia in the mind of Christendom - had rendered the domain of morals as chartless as the sea once was, and as treacherous as the sea still is.